τζιγέρι

τζιγέρι
τὸ, Ν
βλ. τζιέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζιέρι — και τζιγέρι, το, Ν 1. το συκώτι 2. στον πληθ. τα τζιέρια τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 3. φρ. α) «τζιέρι μου» επιφών. σπλάχνο μου, αγάπη μου β) «μού φάγε [ή μού ψήσε] τα τζιέρια» μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciğer] …   Dictionary of Greek

  • cighir — CIGHÍR ĩ m. pop. Fel de mâncare preparat din măruntaie (de porc, de miel etc.) tocate şi înfăşurate în prapur; drob. / Trimis de siveco, 28.04.2006. Sursa: NODEX  cighír (cighíruri), s.n. – 1. Intestine de miel. – 2. Cîrnat preparat cu intestine …   Dicționar Român

  • τζιέρι — τζιέρι, το και τζιγέρι, το (λ. τουρκ.) 1. το συκώτι. 2. πληθ. τζιέρια, τα και τζιγέρια, τα, τα εντόσθια, τα σπλάχνα: Μου ΄φαγες τα τζιέρια (με βασάνισες πολύ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”